- απλοποιώ
- (ε) μετ.1) упрощать; 2) мат. :
απλοποιώ κλάσμα — сокращать дроби
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
απλοποιώ κλάσμα — сокращать дроби
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
απλοποιώ — απλοποιώ, απλοποίησα βλ. πίν. 73 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
απλοποιώ — καθιστώ κάτι απλό, κατανοητό. [ΕΤΥΜΟΛ. < απλός + ποιώ. Η λ. μαρτυρείται στον Ανδρ. Μουστοξύδη] … Dictionary of Greek
απλοποιώ — ησα, ήθηκα, ημένος, απλουστεύω: Απλοποιήθηκε η διαδικασία για την πληρωμή του φόρου εισοδήματος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
απλουστεύω — απλοποιώ, καθιστώ κάτι απλούστερο … Dictionary of Greek
-ποιώ — ποιῶ, ΝΜΑ β συνθετικό ρημάτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής τα οποία αρχικά σχηματίστηκαν από ονόματα σε ποιός (πρβλ. αρτοποιώ < αρτοποιός, νεωτεροποιώ < νεωτεροποιός), ενώ στη συνέχεια το β συνθετικό ποιώ λειτούργησε ως παραγωγική… … Dictionary of Greek
αναλύω — (Α ἀναλύω) 1. χωρίζω κάτι σύνθετο στα συστατικά του στοιχεία 2. διαλύω σώμα στερεάς μορφής, λειώνω (στα αρχ. στην παθ.) 3. ερευνώ, εξετάζω αναλυτικά, διερευνώ, λεπτολογώ 4. εκτυλίσσω, ξετυλίγω (στα αρχ. στη μέσ.) 5. (στη Λογική) αναλύω συλλογισμό … Dictionary of Greek
αναπλοποίητος — η, ο αυτός που δεν απλοποιήθηκε ή δεν μπορεί να απλοποιηθεί. [ΕΤΥΜΟΛ. < ανα * + απλοποιώ. Η λ. μαρτυρείται από το 1884 στον Στ. Κουμανούδη] … Dictionary of Greek
αναπλώ — ἀναπλῶ ( όω) (AM) ξεδιπλώνω, ανοίγω αρχ. 1. κάνω κάτι να διαχυθεί, να διαδοθεί 2. απλοποιώ με μαθηματική αναγωγή 3. εξηγώ, διευκρινίζω, διαλευκαίνω … Dictionary of Greek
απλοποίηση — Η μετατροπή κάποιου σύνθετου ή περίπλοκου σε απλή μορφή ή κατάσταση. (Γραμμ.) Α. είναι η αντικατάσταση ενός σύνθετου ή πιο δυσνόητου στοιχείου της γλώσσας με άλλο πιο απλό και ευκολονόητο, π.χ. αντί ελθέτω, ας έλθει. (Μαθημ.) Α. είναι η μετατροπή … Dictionary of Greek
απλός — ή, ό (AM ἁπλοῡς, ῆ, οῡν, Α κ. ἀπλόος η, ον)·) 1. μονός 2. ανεπιτήδευτος, απέριττος 3. (για πρόσωπα) ειλικρινής, άδολος, ευθύς νεοελλ. εύκολος, ευκολονόητος αρχ. 1. απόλυτος, πλήρης, απεριόριστος 2. καθαρός, αμιγής 3. ανεύθυνος, αναρμόδιος 4.… … Dictionary of Greek
καταψιλώ — καταψιλῶ, όω (AM) καθιστώ κάτι εντελώς γυμνό, γδύνω, γυμνώνω τελείως αρχ. μτφ. απλοποιώ, εξομαλύνω. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + ψιλῶ «αποψιλώνω»] … Dictionary of Greek